- κάλικα
- κάλικα, ἡ (Α)(μόνο στη γεν. πληθ. καλικῶν) υπόδημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caligaβλ. και καλίγα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλίκης — κάλικα caliga fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλίγα — και καλίκα, η (AM καλίγα) βλ. καλίγι και κάλικα … Dictionary of Greek
καλίγη — και καλίκη και κάλικα, ἡ (AM) 1. στρατιωτικό υπόδημα, αρβύλα 2. (γενικά) υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caliga «στρατιωτικό υπόδημα»] … Dictionary of Greek
καλικαρικός — καλικαρικός, ή, όν (Α) [κάλικα] αυτός που αναφέρεται στα υποδήματα … Dictionary of Greek